εξακριβωτικός

εξακριβωτικός
-ή, -ό
ο χρήσιμος ή κατάλληλος για εξακρίβωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξακριβώνω. Η λ. μαρτυρείται το 1840 στον Κωνστ. Ηρακλείδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακριβωτικός — ή, ό [ακριβώ] «ὁ πρὸς ἀκρίβωσιν χρήσιμος», ο εξακριβωτικός* …   Dictionary of Greek

  • επαληθευτικός — ή, ό που επαληθεύει κάτι, που το αποδείχνει ως αληθινό, εξακριβωτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”